-
1 ἐργάζομαι
ἐργάζομαι, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, perf. εἴργασμαι, act. u. pass.; εἰργάσϑην u. ἐργασϑήσομαι nur pass.; arbeiten, thätig sein, Il. 18, 469; σφίσιν ἐργάζεσϑαι ἀνάγκῃ Od. 14, 272, wie ἐργάζεσϑαι ἑωυτῷ πάντας Αἰγυπτίους, ihm, für ihn arbeiten, Her. 2, 124; im Ggstz von ἀργεῖν, Hes. O. 297. 307; παντὸς ἀνδρὸς ἐργαζομένου ἤνετο τὸ ἔργον Her. 8, 71; ϑέρους τὰ πολλὰ γυμνοὶ ἐργάζονται Plat. Rep. IL, 372 a; u. so einzeln bei Folgdn; sogar von Thieren, wie μέλισσαι Arist. H. A. 9, 40; βοῠς Soph. tr. 149; – auch c. dat. instrum., χαλκῷ δ' εἰργάζοντο Hes. O. 150. – Häufiger c. acc., verfertigen, verrichten, ἔργα, Arbeiten fertigen, Geschäfte betreiben, Il. 24, 733 Od. 20, 72. 22, 422; φίλα, ἐναίσιμα, 17, 321. 24, 210, u. so häufig bei Anderen; auch πρᾶγμα, Plat. Gorg. 519 c; αἰσχρά τε καὶ κακά Prot. 345 c; δεινὰ καὶ ἀσεβῆ Rep. III, 391 d; – ὅπλα, οἷσίν τε χρυσὸν εἰργάζετο, mit denen er das Gold bearbeitete, Od. 3, 435; sehr gew. γῆν, das Land bestellen, vom Ackerbauer, Her. 1, 17; Xen. Cyr. 5, 4, 24; γῆν καὶ ξύλα καὶ λίϑους Hell. 3, 3, 7; Plat. Rep. IV, 420 e; auch mit ausgelassenem acc., Thuc. 2, 72. 3, 50 u. A.; – ἐν τοῖς ἔργοις, in den Bergwerken, Dem. 42, 31; ἐν τῇ ἀγορᾷ, Handel treiben, 57, 31; wie οἱ ἐργαζόμενοι allein, Arist. oec. 2, 33, s. unten; – ϑάλασσαν, vom Schiffer u. Fischer, das Meer bearbeiten, auf dem Meere arbeiten, D. Hal. 3, 46; Plut. u. a. Sp.; – ξυμφυτεῦσαι τοὔργον, εἰργάσϑαι δέ Soph. O. R. 347; μήτε τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι, μήτε εἰργασαμένῳ Ant. 267; ἀγάλματα, ὕμνους, Pind. N. 5, 1 I. 5, 46; τέχνην, ἐπιστήμην, Handwerk, Kunst u. Wissenschaft betreiben, Plat. Rep. II, 374 a; μ ουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου Phaed. 60 e; vgl. Lys. 24, 6; Aesch. 1, 27 u. A.; εἰκόνας Plat. Crat. 431 c; καλλίους τὰς οἰκίας 429 a; so Thuc. u. A. oft; – erarbeiten, erwerben, χρήματα Her. 1, 24; τῷ σώματι 1, 93, von Hetären, wie Dem. 59, 20; auch ἀπὸ τοῦ σώματος, Pol. 12, 13, 2; ἀφ' ὥρας, Plut. Tim. 14 u. Ath. XIII, 572 f; übh. Unzucht treiben, Luc. adv. ind. 25; τὰ δειλὰ κέρδη πημονὰς ἐργάζεται Soph. Ant. 326, bringt Leid; ὅσον ἀργύριον εἴργασμαι ἐγώ Plat. Hipp. mai. 282 d u. öfter in diesem Gespräch; vgl. noch Ar. Equ. 840 τρίαιναν ᾗ πολλὰ χρήματ' ἐργάσει σείων τε καὶ ταράττων u. Dem. πειρῶμαι ναυτικοῖς ἐργάζεσϑαι, ich versuche im Seehandel Geschäfte zu machen, durch Seezinsen Geld zu verdienen, 33, 4; ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν ἐργαζομένοις ἀνϑρώποις 36, 44; τὰ ἐπιτήδεια 59, 39; auch absol., wie δημιουργῶν ἐργαζομένων 27, 20; βίον εἰργασάμην ἐκ τοῦ δικαίου, ich verdiente mir auf gerechte Weise meinen Lebensunterhalt, Andoc. 1. 144; τῶν ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος εἰργασμένων οὐδείς Pol. 12, 13, 2; – ζημίαν εἰργασμένος, der Strafe verwirkt hat, Is. 6, 20; – verarbeiten, vom Magen, die Speisen, καὶ πέττει τὴν τροφήν Arist. – Oft mit doppeltem acc., ἐργάζεσϑαί τινά τι, Einem Etwasanthun, bes. etwas Schlimmes, ἀνήκεστον κακὸν ἀλλήλους Isocr. 4, 172; οἷά μ' ἐργάσει κακά Soph. Phil. 775; οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' εἴργασαι; 916. 1157; vgl. Ai. 109; εἴργασαι δέ μ' ἄσκοπα El. 1315; τὰς Μυκήνας οὐδὲν ἐργάσει κακόν Eur. Heracl. 806; πολλὰ ὑμᾶς καὶ κακὰ ὅδ' εἴργασται ἀνήρ Plat. Gorg. 521 e; Ar. Plut. 465; Her. 2, 26; Thuc. 1, 137 u. Sp.; – selten im guten Sinne, πλέω ἀγαϑὰ τὴν πατρίδα Her. 8, 79; πολλὰ δὴ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα εἰργάσαντο Plat. Phaedr. 244 b; τί πείσας μέγιστον ἀγαϑὸν ἐργάσαιτο ἂν τὴν πόλιν Legg. II, 664 a; τί ἀγαϑὸν ἐργάσει σαυτόν Crit. 53 a; τοὺς Λακεδαιμονίους ἀγαϑόν τι Thuc. 3, 52; τὴν πόλιν ἀγαϑόν τι τοσοῠτον ἐργάσασϑαι Andoc. 2, 10. Abweichend auch τινί τι, πολλοῖς γὰρ χἀτέροις αὔτ' εἰργάσω Ar. Vesp. 1350; ὦ τλῆμον, ὥς σοι δύςφορ' εἴργασται καλά, wie ist dir unerträglich Leid angethan worden, Eur. Hec. 1085. – Bei Sp. auch = zu Etwas machen, τὸν Πηνειὸν μέγαν Ael. V. H. 3, 1; τινὰ ὅλον ξηρόν Luc. d. mar. 10, 2, a. Sp. – Pass. steht das praes., D. Hal. 8, 87 σκεύη οἷς γῆ τ' ἐργάζεται; auch vielleicht Ar. Eccl. 148 τὸ χρῆμ' ἐργάζεται, die Sache wird betrieben, ist im Gange, Schol. ἀνύεται, wo Andere übersetzen: die Sache drängt, hat Eile. Oft das pers., λίϑοι εἰργασμένοι, behauene Steine, Thuc. 3, 91; τοὖργον εἰργάσϑαι δοκεῖ Aesch. Ag. 1319; ἐκ πέτρας εἰργασμένος Prom. 242; so auch ἐμοὶ ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα Soph. O. R. 1374, vgl. 1369; auch das fut. ἐργασϑήσεται, Tr. 1208; τὰ πρόσϑεν εἰργασμένα Πέρσῃσι Her. 7, 53; κακὸν ἄρα μοι εἴργασται Plat. Prot. 340 d; ἡ γῆ ἡ εἰργασμένη Xen. Oec. 19, 8; ϑώρακας εὖ εἰργασμένους Mem. 3, 10, 9.
-
2 ἐργάζομαι
A- άσομαι Thgn.1116
, etc., [dialect] Dor.ἐργαξοῦμαι Theoc.10.23
,ἐργῶμαι PCair.Zen.107.4
(iii B. C.), LXX Ge.29.27, al., IG7.3073.12 (Lebad., ii B. C. ) (but Hsch. ἐργᾷ· ἐργάζει): [tense] aor. εἰργασάμην, [dialect] Ion.ἐργ- Hdt.2.115
, A.Th. 845 (lyr.), etc., [ per.] 3pl. opt.ἐργασαίατο Ar.Av. 1147
, Lys.42 ; [dialect] Dor. M (Delph., iv B. C.): [tense] pf. εἴργασμαι, [dialect] Ion.ἔργ- Hdt.2.121
.έ, A.Fr. 311, etc.—These tenses are used both in [voice] Med. and [voice] Pass. signfs.: for other [voice] Pass. tenses, v. infr. 111:—[dialect] Att. Inscrr. of cent. iv have ἠργαζόμην, ἠργασάμην, ([etym.] ἐξ-) IG22.1585.11, 1669.10, al., but εἴργασμαι ib.1666 A27 ; so also ἠργάσατο ib.7.424 (Oropus, iv B. C.), εἰργασμένος ib.3073.51 (Lebad., ii B. C.),ἐξήργασατο UPZ19.8
(ii B. C.),εἴργασμαι PCair.Zen.146.3
(iii B. C.); but this rule is often broken in later Pap., Inscrr., and codd.:—work, labour, esp. of husbandry, Hes.Op. 299, 309, Th.2.72, etc.; but also of all manual labour, of slaves,ἐ. ἀνάγκῃ Od.14.272
; of quarrymen, Hdt.2.124, etc.;τὴν οὐσίαν οὐ δικαζόμενον ἀλλ' ἐργαζόμενον κεκτημένον Antipho 2.2.12
; ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις in the mines, D.42.31 : c. dat. instr., χαλκῷ with brass, Hes.Op. 151 ; also of animals,βοῦς ἐργάτης ἐργάζεται S. Fr. 563
; of birds working to get food, Arist.HA 616b35 ; of bees, ib. 625b22 ; of Hephaestus' self-acting bellows, Il.18.469 ; τὸ χρῆμ' ἐργάζεται the matter works, i.e. goes on, Ar.Ec. 148 ; produces an effect,Thphr.
CP5.12.7 ; οὐχ ὁμοίως ἐργάσεται τὸ θερμόν ib.6.18.11.II trans., work at, make, ἔργα κλυτά, of Athena, Od. 20.72, cf. 22.422 ; ἀγάλματα, ὕμνους, Pi.N.5.1,I.2.46 ; τρίποδα, Νίκην, SIG34 (Delph., v B. C.); ;οἰκοδόμημα Th.2.76
; εἰκόνας, ἀνδριάντας, καλὰ ἔργα, Pl.Cra. 431c, X.Mem.2.6.6, Pl.Men. 91d ; κηρόν, σχαδόνας, of bees, Arist.HA 627a6,30 ;μέλι Sor.Vit. Hippocr.11
; make so and so,ξηρὸν ἐ. τινά Luc.DMar.11.2
;μέγαν Ael.VH3.1
.2 do, perform,ἔργα ἀεικέα Il.24.733
; ἔργον ἐπ' ἔργῳ ἐ., of husbandmen, Hes.Op. 382, cf. 397 ;ἐργασίας ἐ. Arist.EN 1121b33
, cf. X.Oec.7.20 ; ἐναίσιμα, φίλα ἐ., Od.17.321, 24.210 ; ;περὶ θεοὺς ἄδικον μηδέν Id.Grg. 522d
; ἐ. πρᾶγμα, opp. βουλεύειν, S.Ant. 267, cf. OT 347 ;τὸ ἔργον Κυρίου 1 Ep.Cor.16.10
: c. dupl. acc., do something to..,τά περ νῦν ἐ. [ὁ ἥλιος] τὸν Νεῖλον Hdt.2.26
, etc.; chiefly in bad sense, do one ill, do one a shrewd turn,κακὰ ἐργάζεσθαί τινα S.Ph. 786
, Th.1.137, etc.; so οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' ἐργάσει; S.Ph. 928, 1172 (lyr.), etc.;μὴ δῆτα τοῦτό μ' ἐργάσῃ Id.El. 1206
;αἴσχιστα ἐ. τινά Ar.V. 787
; less freq.,ἀγαθὰ ἐ. τινά Hdt.8.79
, cf. Th.3.52, Pl.Cri. 53a ;πολλὰ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα Id.Phdr. 244b
; seldom ;οἷν ἐμοὶ δυοῖν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα S.OT 1374
.c in Law, ζημίαν ἐ. do damage, Is.6.20, cf. Hyp.Ath.22.3 work a material,ὅπλα..οἷσίν τε χρυσὸν ἐργάζετο Od.3.435
; ἐ. γῆν till the land, Hdt.1.17, etc.;ἐ. [ἀγροὺς] ἐργάταις X.Cyr.1.6.11
;γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους Id.HG3.3.7
; [ ἀργυρῖτιν] Docum. ap. D.37.28 ; ἐ. θάλασσαν, of traders, D.H.3.46 ; γλαυκὴν ἐ., of fishers, Hes.Th. 440.4 earn by working,χρήματα Hdt.1.24
, Ar.Eq. 840, etc.;καινὸν βίον ἐκ τοῦ δικαίου And.1.144
, cf. Hes.Op.43 ;ἀργύριον ἀπὸ σοφίας Pl.Hp.Ma. 282d
;μισθοῦ τὰ ἐπιτήδεια X.Mem.2.8.2
.5 work at, practise, μουσικήν, τέχνας, etc., Pl.Phd. 60e, R. 374a, etc.;ἐπιστήμας X.Oec.1.7
; ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην v.l. in Isoc.13.6 ; δικαιοσύνην, ἀνομίαν, Act.Ap.10.35, Ev.Matt.7.23.6 abs., work at a trade or business, traffic, trade,ἐν [γναφείῳ] Lys.23.2
;ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν D.36.44
;ἐν τῇ ἀγορᾷ Id.57.31
(also οἱ τὴν τετράγωνον (sc. ἀγοράν) ἐργαζόμενοι those who trade in the square, BCH8.126 (cf. Glotta14.73));κατὰ θάλατταν D.56.48
; τούτοις..ναυτικοῖς ἐ. trade with this money on bottomry, Id.33.4 ;δὶς ἢ τρὶς ἐ. τῷ αὐτῷ ἀργυρίῳ Id.56.30
; ταῦτα ἐ. thus he trades, Id.25.82 ; traders,Id.
34.51 ; οἱ ἐν Δήλῳ ἐ., = Lat. qui Deli negotiantur, CIG2285b ; esp. of courtesans, σώματι ἐ., Lat. quaestum corpore facere, D.59.20 ;ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος Plb.12.13.2
; ἀπὸ τῆς ὥρας Alexis Sam. ap. Ath.13.572f, Plu.Tim.14.III [voice] Pass., rarely in [tense] pres. and [tense] impf., D.H.8.87 ([etym.] ἐξ-), Hyp.Eux.35 : [tense] fut.ἐργασθήσομαι S.Tr. 1218
, ([etym.] ἐξ-) Isoc.Ep.6.8 : [tense] pf. εἴργασμαι (v. infr.): [tense] aor. 1 , Thphr.HP6.3.2, etc.1 to be made or built,ἔργαστο τὸ τεῖχος Hdt.1.179
;ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργ. Th.4.8
; λίθοι εἰργ. wrought stones, Id.1.93 ;γῆ εἰργ. X.Oec.19.8
;θώρακας εὖ εἰργ. Id.Mem.3.10.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάζομαι
-
3 κατ-εργάζομαι
κατ-εργάζομαι, 1) bewirken, fertig machen, vollenden, durchsetzen; πάντα γὰρ κατειργάσω Soph. El. 1011; ἢν ταῦϑ' ἁ' πινοεῖς κατεργάσῃ Ar. Eccl. 247; πρήγματα μεγάλα κατεργάσασϑαι Her. 5, 24; ϑαυμαστὰ καὶ πολλὰ κατεργασάμενος Plat. Legg. III, 686 e; μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσϑε, schnell führt ihr es aus, Xen. Hier. 2, 2; Folgde; das perf hat theils active Bdtg, τοὺς μέγιστα ἔργα κατειργασμένους Xen. Hem. 3, 5, 11, wie Pol. 4, 70, 4, ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα ἀδίκως, der sich die Tyrannis auf ungerechte Art verschafft hat, Plat, Gorg. 473 d, theils pass., κατείργασται ϑυσία, das Opfer ist vollbracht, Eur. I. T. 1081, vgl. Herc. Fur. 151; τάδε οἱ κατέργαστο Her. 1, 123, wie 7, 26; κατειργασμένη ὠφέλεια = ἑτοίμη, Antiph. 2 α 4. Auch τινά τι, anthun, z. B. καλόν τι τὴν πόλιν κατεργάζονται Andoc. 1, 17; ἀνδρὸς μεγάλα τὴν πόλιν κατειργασμένου Aesch. 3, 229. – 2) sich Etwas erarbeiten, erwerben, τάλαντον Ar. Equ. 933, τὴν ἡγεμονίην Her. 3, 65; – verarbeiten, σίδηρον Dem. 27, 10, wie λίϑους D. Sic. 1, 98; Plut. Pericl. 12; die Speise verarbeiten, theils von den Zähnen, sie klein machen, Arist. H. A. 2, 5 D. Sic. 3, 35, theils vom Magen, verdauen, Medic.; Getreide, mahlen, D. Hal. 5, 13; auch vom Dreschen, Long. 3, 30. – 3) sich unterwerfen, bezwingen; Διὸς μακέλλῃ κατείργασται πέδον Aesch. Ag. 512, wo es »überwunden u. zerstört sein« bedeutet; Σαρδὼ νῆσον κατεργάσασϑαι Her. 6, 2; κατέργαστο τῷ Κύρῳ τὸ ἔϑνος, das Volk war von Kyrus unterworfen worden, 1, 123; dem κρατεῖν entsprechend, Thuc. 6, 11, vgl. 33. 86; auch im freundlichen Sinne, gewinnen, wozu vermögen, χρόνῳ δὲ κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξεα, ὥστε ποιέειν ταῦτα Her. 7, 6; εἴ τινα βούλοιο κατεργάσασϑαι καλεῖν σε ἐπὶ τὸ δεῖπνον Xen. Mem. 2, 3, 11; ἐκπεῖσαι καὶ κατεργάσασϑαι τὸν ἄνϑρωπον Plut. Fab. 21; τὴν κόρην Parthen. 13. – 4) tödten; λέοντα βίᾳ Soph. Trach. 1084; Eur. Hipp. 888 I. T. 1173 u. öfter; δράκοντος αἷμα Phoen. 1069; ἑαυτόν Her. 1, 24 u. Sp., wie Hdn. 3, 11, 15. – Den aor. pass. κατεργασϑῆναι in passiv. Bdtg, überwunden, gewonnen werden, hat Her. 9, 108; Luc. Hermot. 5.
-
4 ἐξ-εργάζομαι
ἐξ-εργάζομαι, ausarbeiten, vollenden; τοιγάρ σφιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον Aesch. Pers. 759, im pass. Sinne, wie τοὐξειργασμένον ἔλεξα πᾶν Soph. Ai. 308 u. ἀλγεῖν ἐπ' ἐξειργασμένοις 370; ἐστὶ Σωφάνεϊ λαμπρὸν ἔργον ἐξεργασμένον Her. 9, 75, S. hat es ausgeführt, s. auch nachher; aber activ. ἥδ' ἔστ' ἐκείνη τοὔργον ἡ ᾿ξειργασμένη Soph. Ant. 380; ἐάνπερ ἐξεργάζωνται ἐπὶ ὃ ἕκαστος ὥρμηκε, wenn sie ausführen, Plat. Rep. IX, 582 c; οἱ δειλοὶ φόβοι πολλοὺς δὴ φόνους εἰσὶν ἐξειργασμένοι Legg. IX, 870 c; so auch αἷμά τινος Eur. Or. 1624; – τοιοῦτόν τινα, zu einem solchen machen, Xen. Conv. 4, 60; ἐξειργάσατο βασιλεὺς προςαγορευϑῆναι, er setzte es durch, daß er König genannt wurde, Pol. 32, 4, 3; vgl. Plut. Cat. mai. 3; κακὰ ἐξεργάσασϑαί τινα Her. 3, 30, wie Plat. Ep. VIII, 352 d; – zu Stande bringen, συμμαχίαν Aesch. 3, 239; – τέχνην, eine Kunst ausüben, betreiben, Plat. Apol. 22 d; Xen. Conv. 4, 61. Dah. übh. ausbilden, οὐδὲ γὰρ ὑμεῖς μελετῶντες αὐτὸ – ἐξείργασϑέ πω Thuc. 1, 142. – Vom Lande, es bebauen, ἀγροὺς εὖ ἐξειργασμένους, gut bestellte, Her. 5, 29; ὅσον ἄμεινον γῆ ἐξείργασται Thuc. 1, 82. Aber auch = zerarbeiten, zu Grunde richten, conficere, Ἰνὼ δὲ τἀπὶ ϑάτερ' ἐξειργάζετο ῥηγνῦσα σάρκας Eur. Bacch. 1129; μή μ' ἐξεργάσῃ Hel. 1098; Her. 4, 134. 5, 19; so auch aor. pass., ἐξειργάσϑη ὑπό τινος Plut. Num. 9 (in anderer Bdtg πρὶν ἐξεργασϑῆναι τὸν λόγον Isocr. 5, 7, bevor sie ausgearbeitet); τοὺς ἐχϑρούς, bekriegen, App. Daher ἐξειργάσμεϑα = es ist um uns geschehen, Eur. Hipp. 566.
-
5 μισθός
ο заработная плата, жалованье, оклад; гонорар;εργάζομαι επί μισθω — быть на окладе;
§ άξιος ο μισθός σου — а) пусть бог тебя наградит за твою доброту; — б) ирон. ты мне оказал медвежью услугу
-
6 над
κ. надо (πρόθεση με οργν.)11. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•
лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•
над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.
2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•
диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•
диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•
начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.
|| για, διά•трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.
|| με•смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.
|| σε, προς•насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•
сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.
-
7 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
8 начало
нача́л||ос1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:\начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:\началоа химии βάσεις τής χημείας·4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη. -
9 предприятие
предприятиес в разн. знач. ἡ ἐπι-χείρηση [-ις]:рискованное \предприятие τό τόλμημα, ἡ ριψοκίνδυνη ἐπιχείρηση· торговое \предприятие ἡ ἐμπορική ἐπιχείρησή работать на \предприятиеи ἐργάζομαι σέ ἐπιχείρηση. -
10 служить
служ||и́тьнесов1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:\служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):\служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:\служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·5. (выполнять свое назначение):пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος; -
11 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
12 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
13 через
(πρόθεση με αιτ.).1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•
перейти через улицу περνώ την οδό•
пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•
переступить через порог περνώ το κατώφλι.
|| (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.
|| πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.
2. μέσα απο•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.
|| μέσο, δια μέσου•ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.
|| απο•проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.
3. υπέρ, πάνω απο•перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•
прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.
|| υπεράνω•через силу υπεράνω των δυνάμεων.
4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•
сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•
переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•
через расстрел με τουφεκισμό•
через повешение με απαγχονισμό.
5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•- болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•
полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.
|| μεταξύ, ανάμεσα•писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.
7. κάθε, ανά•курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•
принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•
работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.
-
14 ἐξεργάζομαι
ἐξ-εργάζομαι, ausarbeiten, vollenden; ἐάνπερ ἐξεργάζωνται ἐπὶ ὃ ἕκαστος ὥρμηκε, wenn sie ausführen; τοιοῦτόν τινα, zu einem solchen machen; ἐξειργάσατο βασιλεὺς προςαγορευϑῆναι, er setzte es durch, daß er König genannt wurde; zu Stande bringen; τέχνην, eine Kunst ausüben, betreiben. Dah. übh. ausbilden. Vom Lande: es bebauen, ἀγροὺς εὖ ἐξειργασμένους, gut bestellte. Aber auch = zerarbeiten, zu Grunde richten, conficere. Daher ἐξειργάσμεϑα = es ist um uns geschehen
См. также в других словарях:
επιταλαιπωρώ — ἐπιταλαιπωρῶ, έω (Α) 1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.) 2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.) 3. εργάζομαι επί πλέον,… … Dictionary of Greek
παραθητεύω — Α υπηρετώ κάποιον επί μισθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θητεύω «εργάζομαι επί μισθώ»] … Dictionary of Greek
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
προσεργάζομαι — Α [ἐργάζομαι] 1. κάνω κάτι ακόμη («ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῑς δεδραμένοις», Ευρ.) 2. επεξεργάζομαι επί πλέον («τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν», Πλούτ.) 3. κερδίζω επί πλέον («μισθὸς εἴργασται τῇ στρατιᾷ», Ξεν.) 4. φονεύω… … Dictionary of Greek
έρδω — ἔρδω (Α) 1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ. β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ. β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω… … Dictionary of Greek
προσασχολώ — έω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) ενασχολούμαι επί πλέον 2. αναγκάζω κάποιον να προσέξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀσχολῶ «εργάζομαι, ασχολούμαι»] … Dictionary of Greek
προσεμπονώ — έω, Α καλλιεργώ επί πλέον («προσεμπονεῑν τὴν ἀρχαίαν γῆν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπονῶ «εργάζομαι, επεξεργάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσκάμνω — Α 1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο 2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον («προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»] … Dictionary of Greek